- πραόνως
- πρᾱόνως, Adv.A temperately, Ar.Ra.856, Ael.NA5.39. (Formed from Πραό-νους.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά … Dictionary of Greek
πραόνως — πρᾱόνως , πραόνως temperately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)